- ἀκούσεως
- ἀκούσεω̆ς , ἄκουσιςhearingfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπάκουσις — ακούσεως, ἡ, Α [ὑπακούω] 1. (σχετικά με λέξη) σημασία («ὑπάκουσις καταχρηστική», Φιλοδ.) 2. ανταπόκριση 3. πιθ. υπακοή … Dictionary of Greek